- μυιοψία
- ηιατρ. ιπτάμενες μύγες (βλ. μύγα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek